- γενεάλογος
- γενεᾱλογ-ος, ὁ,A genealogist, D.H.1.13, D.L.1.115.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γενεαλόγος — ο (AM γενεαλόγος) αυτός που καταρτίζει πίνακα τής γενεαλογίας ενός ή διαφόρων ατόμων ή γενών … Dictionary of Greek
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
γενεαλογία — Με τον όρο αυτό περιγράφονται διάφορες έννοιες συγγενικών σημασιών: (α) η σειρά των γενεών προγόνων και επιγόνων μιας οικογένειας, όπως αυτές εμφανίζονται χρονικά, (β) ο κατάλογος ή ο πίνακας στον οποίο καταγράφεται η σειρά των γενεών μιας… … Dictionary of Greek
γενεαλογώ — (AM γενεαλογῶ, έω) [γενεαλόγος] (νεοελλ μσν.) μέσ. ανάγω το γένος ή την καταγωγή μου σε κάποιον πρόγονο, κατάγομαι από κάποιον αρχ. 1. εξετάζω τη γενεαλογία κάποιου και την εκθέτω 2. ασχολούμαι με τη γενεαλογία … Dictionary of Greek
ԱԶԳԱԲԱՆ — (ի, ից.) NBH 2 1041 Chronological Sequence: 8c ա. γενεαλόγος generationes recensens Որ գրէ զազգաբանութիւն. ազգաբանօղ. *Յեսովայ եւ դատաւորացն եւ հռութայ գիրքն, եւ թագաւորութեանցն չորեքին, եւ մնացորդացն ... են անսխալ ազգաբանքն արդարոցն ազգի. Ղեւոնդ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
γενεαλόγου — γενεᾱλόγου , γενεάλογος genealogist masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενεαλόγων — γενεᾱλόγων , γενεάλογος genealogist masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)